επιπλάττω
Смотреть что такое "επιπλάττω" в других словарях:
επιπλάσσω — (Α ἐπιπλάσσω και αττ. τ. ἐπιπλάττω) [πλάσσω] νεοελλ. καλύπτω σχισμές, ρωγμές κ.λπ. με πλαστική ύλη, στοκάρω αρχ. 1. επιθέτω, αλείφω πάνω σε κάτι («γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει», Ηρόδ.) 2. βουλλώνω, φράζω («ἐπιπλάσσειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.) 3.… … Dictionary of Greek
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek